φιλοδοξότατος

φιλοδοξότατος
φιλόδοξος
loving fame
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”